- παρέκτοπος
- παρέκτοπος, ον,A somewhat out of the way, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρέκτοπος — ον, Α 1. ο κάπως άτοπος 2. αυτός που βρίσκεται λίγο έξω από τον δρόμο, κοντά στον δρόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἔκτοπος «παράλογος, παράδοξος, απομακρυσμένος από έναν τόπο»] … Dictionary of Greek